πληρέστατος

πληρέστατος
πλήρης
full of
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζαπληθής — ζαπληθής, ές (Α) 1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.) 2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής, υπερ πληθής] …   Dictionary of Greek

  • παμπλήρης — παμπλήρης, ες (Α) εντελώς γεμάτος, πληρέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πλήρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”